- ψιχάλισμα
- [психализма] ουσ. о. мелкий холодный дождь, изморозь.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ψιχάλισμα — το, Ν [ψιχαλίζει] η πτώση ψιλής βροχής, ψιχαλητό … Dictionary of Greek
ψιχάλισμα — το, ατος το να πέφτει ψιλή βροχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψέκασμα — το, ΝΜ [ψεκάζω] νεοελλ. ψεκασμός, ράντισμα μσν. ψιχάλισμα … Dictionary of Greek
ψεκασμός — ο, ΝΜ [ψεκάζω] νεοελλ. 1. (φυτοπαθολ.) διασπορά διαλύματος ή αιωρήματος φυτοφαρμάκου υπό μορφή σταγονιδίων με ειδική συσκευή 2. μέθοδος εφυάλωσης με την εκτόξευση υγρού σμάλτου με αεροψεκαστήρα μσν. ψιχάλισμα … Dictionary of Greek
ψιχαλητό — το, Ν ψιχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιχάλα + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλ ητό)] … Dictionary of Greek